- κοντοπίθαρος
- -η, -ο(σκωπτ.) κοντός και παχύς σαν πιθάρι, κοντόχοντρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο)-* + πιθάρι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοντοπίθαρος, -η — ο ο κοντός και παχύς σαν πιθάρι: Τι τη θέλει αυτή την κοντοπίθαρη; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… … Dictionary of Greek
κοντ(ο)- — (ΑM κοντ[ο] και κονδο ) α συνθετικό λέξεων που προέρχεται από το επίθ. κοντός / κονδός, ή, ό ή από το επίρρ. κοντά και δηλώνει ότι το β συνθετικό: 1. είναι κοντός, μικρός, βραχύς (πρβλ. κοντοβράκι, κοντόχειρ, κονδοήλικος, κονδόθριξ) 2. βρίσκεται… … Dictionary of Greek
κοντόχοντρος — η, ο κοντός και συγχρόνως παχύς, κοντόπαχος, κοντοπίθαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + χοντρός] … Dictionary of Greek
Ζακχαίος — ο 1. μικρόσωμος Ιουδαίος τελώνης, που έζησε την εποχή του Χριστού. 2. (ως προσηγορ. όνομα), άνθρωπος κοντόσωμος, κοντοπίθαρος, κοντορεβιθούλης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)